- θρέφω
- (Μ θρέφω)1. τρέφω2. επουλώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέφω, αναλογικά προς τα θρέψω, έθρεψα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρέφω — θρέφω, έθρεψα βλ. πίν. 219 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θρέφω — και τρέφω έθρεψα, τράφηκα και θράφηκα, θρεμμένος 1. μτβ., δίνω τροφή, συντηρώ στη ζωή: Ποιος θα θρέψει τα ορφανά; 2. αμτβ., επουλώνομαι: Έθρεψε η πληγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβανατρέφω — και θρέφω ανατρέφω κάποιον με αγάπη, με πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ανατρέφω και θρέφω. ΠΑΡ. ακριβαναθρεμμένος] … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
ακριβοθρέφω — και ακριβοτρέφω 1. τρέφω κάποιον ή κάτι με μεγάλη δαπάνη, δαπανώ πολλά για την τροφή 2. ανατρέφω κάποιον με μεγάλη φροντίδα και στοργή, μοσχαναθρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + θρέφω ή τρέφω] … Dictionary of Greek
ανατρέφω — (και θρέφω) (AM ἀνατρέφω) 1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά 2. διαπαιδαγωγώ 3. επιστατώ, επιβλέπω αρχ. 1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα 2. (παθ., ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια … Dictionary of Greek
θρεφτό — το [θρέφω] το κατοικίδιο και οικόσιτο ζώο … Dictionary of Greek
θροφή — η η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή, με επίδραση του θρέφω*] … Dictionary of Greek
θροφανός — θροφανός, ή, όν (Μ) γόνιμος, εύφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρέφω (πρβλ. θρόφη) + κατάλ. ανός (πρβλ. ικ ανός)] … Dictionary of Greek
καμωσούδι — το (Μ καμωσούδι) συν. στον πληθ. τα καμωσούδια ό,τι κάνει κάποιος με τα χέρια του («σκιάς με τα καμωσούδια τση να θρέφω το κορμί σου», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κάμωση (< κάμνω) + κατάλ. ούδι, πρβλ. αγγελ ούδι, κοπελ ούδι] … Dictionary of Greek